λεπτοσχιδῆ

λεπτοσχιδῆ
λεπτοσχιδής
with narrow slit
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λεπτοσχιδής
with narrow slit
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λεπτοσχιδής
with narrow slit
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιβαρίδες — αἱ, Α είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση τού β συνθετικού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”